ισάκις

ισάκις
(Α ἰσάκις) [ίσος]
επίρρ.
1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.)
2. σε ίσα μέρη
νεοελλ.
(λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά καταφατικά και η ελάσσων καθολική καταφατική
αρχ.
φρ. α) «ἰσάκις πολλαπλάσιός τινος» — ο ίδιος αριθμός πολλαπλάσιος κάποιου
β) «ἰσάκις ἴσος» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, τετράγωνος αριθμός
γ) «ἰσάκις ἴσος ἰσάκις» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο οποίος πολλαπλασιάστηκε με ίσον, κυβικός αριθμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσάκις — the same number of times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԶՈՒԳԻՑՍ — ( ) NBH 1 0750 Chronological Sequence: 6c մ. ἵσακις pariter ուստի Զուգիցս զոյգ. ἵσακις ἵσος pariter par որպէս թ. պառ պարապար. Հաւասարապէս, նոյնչափ. կրկնակի. կրկնակ. *Երեւեցուցանէ եւ զչորեքանկիւնին զչորրորդն՝ զուգիցս զոյգն (այսինքն երկիցս երկու).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”